- λεμβωδία
- η баркарола
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεμβωδία — η η βαρκαρόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβώδης. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barcarolle, και μαρτυρείται από το 1892 στο Πρόγραμμα Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας] … Dictionary of Greek
λεμβουχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λεμβούχους («λεμβουχικό άσμα» λεμβωδία) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λεμβουχικά η αμοιβή τού λεμβούχου για τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων ή αποσκευών με τη λέμβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοῦχος. Η λ.… … Dictionary of Greek